ἀποκκούμπισι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκκούμπισι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποκκούμπισι ἡ, Χίος (Καρδάμ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκκουμπίζω, δι’ ὃ ἀποκκουμπῶ.

Σημασιολογία

᾽Αποκκούμπα 2, ὃ ἰδ.: ᾎσμ. Νά ’χω κ’ ἐγὼ ἀποκκούμπισι ’ς τὰ ξένα ποῦ γυρίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/