ἀποφανᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφανᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀποφανᾶτος ἐπίθ. Σύμ. ’ποφανᾶτος Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποφαίνομαι καὶ τῆς καταλ. -ᾶτος.

Σημασιολογία

1)Ἐπιδεικτικός, ὑπερήφανος. 2)Μεγαλοπρεπής: ’Ποφανᾶτος πορπατεῖ. Συνών. ἀποφανεμένος (ἰδ. ἀποφανεύομαι), ἀποφανισμένος (ἰδ. ἀποφανίζω). 3)Μεγαλόσωμος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/