ἀποχαμνένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχαμνένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχαμνένω Πελοπν. (Μάν.) ἀποχαμνύνω Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀχαμνένω, παρ’ ὃ καὶ χαμνύνω.
Σημασιολογία
1)Καθιστῶ τι πυκνότερον τὴν σύστασιν πρότερον ὂν ὑδαρές, ἐπὶ φαγητοῦ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Βάλον ὀλίγον ἀλεύρ’ ’ς σὸ φαεῖν κιˬ ἀποχάμνυνον ἀτο (βάλε ὀλίγον ἄλευρον εἰς τὸ φαγητὸν κτλ.) Χαλδ. Καὶ ἀμτβ. παύω νὰ εἶμαι ὑδαρὴς Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): Τὸ φαεῖν ἐπεχάμνυνε Χαλδ. 2)Ἐξασθενῶ, ἐξαντλῶ τινα τελείως Πελοπν. (Μάν.): Ἡ ἀρρώστιˬα τὸν ἀποχαμνένει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἀμτβ. ἐξασθενοῦμαι, ἐξαντλοῦμαι τελείως: Μὰ τί ἔπαθες ἐσὺ κιˬ ἀποχαμνένεις; Ἀποχάμνυνε ἀποχάμνυνε ὥσπου πέθανε. 3)Μέσ. παραλύονται αἱ δυνάμεις μου, ἀποχαυνοῦμαι Πόντ. (Χαλδ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποχαλακώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA