ἀποχαμνυνέσκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχαμνυνέσκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποχαμνυνέσκω Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποχαμνένω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -υνέσκω.

Σημασιολογία

'Εξασθενοῦμαι, ἐξαντλοῦμαι τελείως: Ὁ γέρως ὅλο κιˬ ἀποχαμνυνέσκει τὸν τελευταῖο καιρό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/