ἀποφάνισι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφάνισι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποφάνισι ἡ, Πάρ. ’ποφάνισι Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποφανίζω.
Σημασιολογία
Ἐπίδειξις ἔνθ’ ἀν.: Ἐκάμανε μεγάλη ’ποφάνισι ’ς τὴ χαρὰ Κρήτ. || Παροιμ. φρ. Ροῦχα μου, τιμή μου | καὶ ἀποφάνισί μου (ἡ εὐπρεπὴς ἐξωτερικὴ παράστασις συντελεῖ εἰς τὴν γένεσιν καλῆς ὑπολήψεως) Πάρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA