ἀποχαντεβλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχαντεβλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχαντεβλώνω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ ἀγνώστου β΄ συνθετικοῦ.
Σημασιολογία
1)Ἐξαρθρῶ, διαλύω τι εἰς τὰ ἐξ ὧν σύγκειται Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔσυρεν κ’ ἐπεχαντέβλωσεν τὴν κάλτσαν Τραπ. Ἐπεχαντεβλῶθεν τὸ καλάθ’ αὐτόθ. || Φρ. Κρούω κιˬ ἀποχαντεβλώνω σε! (ἀπειλὴ) αὐτόθ. Συνών. ξεχαρβαλώνω. 2)Μέσ. ἐξαντλοῦμαι Πόντ. (Σάντ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA