ἀποχάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχάνω (ΙΙ) Κρήτ.-Λεξ. Δημητρ. ’ποχάν-νω Κύπρ. ’ποχάζω Κύπρ. Μέσ. ἀποχάνομαι Μποὲμ Ἀγριολούλ. 125.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χάνω (ΙΙ).
Σημασιολογία
Α)Ἐνεργ. 1)Χάνω, ἀποβάλλω Κύπρ.: 'Επόχασεν ὁ φοῦρνος ἀπὸ τὴν πυράν του (ἐνν. μέρος). β)Ἀποβάλλω, χάνω μέρος τῆς θερμότητός μου Κύπρ.: Ἀνοιχτὸν τὸ λουτρὸν ’ποχάν-νει αὐτόθ. ’Ποχάζει ἢ ἐπόχασεν ὁ φοῦρνος αὐτόθ. Ὁ φοῦρνος ἔνι ’ποχαμένος ταὶ σοὺ κάθεσαι τ’ ’ὲν φουρνίζεις; αὐτόθ. Συνών. ἀποφύρω 2. γ)'Εξατμίζομαι, ἐπὶ ποτοῦ οἰνοπνευματώδους Κύπρ.: Θεν-νὰ ’ποχάσῃ ἡ ρατὴ ξηστούπ-πωτη. Συνών. ξεθυμαίνω. 2)Χάνω ἐξ ὁλοκλήρου, χάνω τὰ ἀπομείναντα Κρήτ.-Λεξ. Δημητρ.: Ἀπόχασε τὰ λεφτά του ’ς τὸ παιγνίδι Λεξ. Δημητρ. Β)Μέσ. 1)Χάνομαι ἐντελῶς, ἐξαφανίζομαι Μποὲμ ἔνθ’ ἀν.: Ἀποχάνουνταν ὁ ἥλιˬος πέρα μακρεˬὰ πρὸς τὸ νησί. 2)Φθίνω Κρήτ. Συνών. λε͜ιώνω. Μετοχ. ἀποχαμένος 1)Ἐντελῶς κατεστραμμένος Λεξ. Δημητρ. 2)Ὁ εἰς ἀκολασίαν ἐκπεσὼν Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA