ἀποκλαίω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκλαίω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκλαίω σύνηθ. ᾿ποκλαίω Κάρπ. Κρήτ. Μές. ἀποκλαίουμαι Θρᾴκ. ἀποκλαίγουμι Λέσβ. ᾽ποκλα͜ιοῦμαι Σύμ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀποκλαίω.
Σημασιολογία
1) Παύω νὰ κλαίω σύνηθ.: Ἔκλαψε κιˬ ἀπόκλαψε. Ἄς τον ν᾽ ἀποκλάψῃ πρῶτα κ’ ὕστερα συβούλεψέ τον. ’Ακόμα δὲν ἀποκλάψαμε τὸν δεῖνα καὶ πάει κ᾿ ἡ κόρη μου (πεθαίνει κ᾽ ἡ κόρη μου) σύνηθ. || Παροιμ. Ὅdεν ἀποκλαίγαν οὕλοι, ἀναδάκρυˬωνεν ἡ γραῖ (ἐπὶ τοῦ ἀκαίρως καὶ κατόπιν ἑορτῆς ἐνεργοῦντός τι) Κρήτ. ᾿Αφοῦ ᾿πόκλαψαν οἱ θλιμμένες, ἀναδάκρυˬωσεν κ᾽ ἡ χήρα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κάρπ. Πβ. Λουκιαν. περὶ Συρ. Θεοῦ 6 «ἐπεὰν δὲ ἀποτύψωνταί τε καὶ ἀποκλαύσωνται, πρῶτα μὲν καταγίζουσι τῷ ᾿Αδώνιδι κτλ.» 2) Κλαίω τινὰ ὡς ἀποθανόντα, θεωρῶ τινα ἀπολεσθέντα Κρήτ. -Λεξ. Περιδ: ’Απόκλαψέ τον Λεξ. Περίδ. Ἡ μάννα του τὸν εἶχε ᾿ποκλαμένο Κρήτ. 3) Μέσ. παραπονοῦμαι Θρᾴκ. Λέσβ. Σύμ.: Γούλον ᾽ποκλα͜ιέται π-πῶς ᾽ὲν ἔχει Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA