ἀποκλείδωμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκλείδωμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκλείδωμαν τό, Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποκλειδώνω.
Σημασιολογία
Ξεκλείδωμα: Τῆ πόρτας τ᾽ ἀποκλείδωμαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA