ἀποφάσουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφάσουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποφάσουλο τό, ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 31.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. φασούλι.
Σημασιολογία
Πληθ. ὑπόλειμμα φαγητοῦ ἐκ φασολίων: Ἀρχίσανε τὰ γεροντάκιˬα καὶ τρώγανε τ’ ἀποφάσουλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA