ἀπόφεγγο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόφεγγο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόφεγγο τό, Πελοπν. (Οἰν.)-ΙΓρυπάρ. Σκαραβ. 25 ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 69-(Νουμᾶς 1910 σ. 213) ἀποφέγγι ΓΨυχάρ. Ταξίδι3 10.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. φέγγος.
Σημασιολογία
Τὸ οἱονεὶ ὑπόλειμμα τοῦ φωτός, φῶς καθιστάμενον ἀμυδρὸν ἔνθ’ ἀν.: Τοῦ φεγγαριˬοῦ τ’ ἀπόφεγγα ΙΓρυπάρ. ἔνθ’ ἀν.: Ἕνα ἀπόφεγγο ἔτρεμε μονάχα μέσ’ ’ς τὴ σκοτεινιˬὰ (Νουμᾶς ἔνθ’ ἀν.) Νὰ μὴν ξεχνοῦμε κιˬόλας πῶς κἄτι ἀχτιδοῦλλες κρύβουνται κἄποτες καὶ σὲ κεῖνα . . . τ’ ἀποφέγγιˬα, ποῦ δὲν εἶναι μήτε σκοτάδι μήτε φῶς ΓΨυχάρ. ἔνθ’ ἀν. Καὶ μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπου: Ἡ ὄψι της φυλάει τ’ ἀπόφεγγο ἀπὸ τὸ βασίλεμα τῆς νεˬότης (ὑπόλειμμα λάμψεως ἀπὸ τὴν νεότητά της) ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. Πβ. ἀποφεγγιˬὰ 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA