ἀποκλεισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκλεισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀποκλεισμὸς ὁ, σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀποκλεισμός.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ ἀποκλεισθῇ τις ἐντός, τὸ νὰ μὴ δύναται νὰ ἐξέλθῃ σύνηθ.: Ἦταν ἀποκλεισμὸς ἀπὸ τὸν καιρὸ-ἀπὸ τὴ βροχὴ-ἀπὸ τὸ χιˬόνι κττ. β) Ἀπόκλεισι, ὃ ἰδ., Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Εἶdα ἀποκλεισμὸ ποῦ τὸν ἔχει τὸ σπίτι ἐκεῖνο! 2) Τὸ νὰ ἀποκλεισθῇ τις τῆς ψηφοφορίας, τὸ νὰ ἐμποδισθῇ ἀπὸ τοῦ νὰ ψηφίσῃ, ἱδίᾳ ἐπὶ χωρίων ἢ δήμων σύνηθ. β) Πολιορκία, περικύκλωσις Ἤπ.: ᾎσμ. Ξεσπαθωμένος χύθηκε σὲ χίλιˬους Ἀρβανῖτες νὰ φύγῃ τὸν ἀποκλεισμό, νὰ πιˬάσῃ ριζοβούνιˬα. 3) Ἀπαγόρευσις ἐξόδου ἅμα καὶ εἰσόδου, διακοπὴ ἐπισιτισμοῦ καὶ ἐμπορικῆς κινήσεως σύνηθ.: Ἀποκλεισμὸς τῆς Κρήτης-τῆς Ἑλλάδας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA