ἀποχαρβαλένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχαρβαλένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχαρβαλένω, ἀποχαλεβρύνω Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. χαρβαλένω.
Σημασιολογία
Ἀποχαυνῶ, παραλύω: Χαοῦ ἡ ζέστ’ ν’ ἀποχαλεβρύνῃ μασε (αὕτη ἡ ζέστη θὰ κτλ.). Πβ. ἀποχαρβαλώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA