ἀποφέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποφέρνω, ἀποφέρω λόγ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀποφέρνω Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποφέρω.

Σημασιολογία

1)Φέρω, ἀποδίδω ὡς εἰσόδημα, ἐπὶ κτήματος ἢ καὶ χρηματικῆς περιουσίας λόγ. σύνηθ.: Τὸ χτῆμα αὐτὸ ἀποφέρει δέκα χιλιˬάδες δραχμὲς τὸ χρόνο λόγ. σύνηθ. 2)Ἀποβάλλω τὴν σφοδρότητα, τὴν δύναμιν, τὴν ὀξύτητα κττ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): Θυμωμένος ἔνι, ἄσ’ τον ἂς ἀποφέρ’ λίγον Οἰν. || Φρ. Ἀποφέρ’ ἡ καρδία μ’ (ἀνακουφίζεται) Κερασ. Συνών. ξεθυμαίνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/