ἀποκλειστικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκλειστικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀποκλειστικὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. Θηλ. ἀποκλειστικε͜ιὰ Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ὡς ἐξ οὐσ. *ἀποκλειστὴς ἢ *ἀποκλειστὸς < ἀποκλείω.

Σημασιολογία

Ὁ προκαλῶν ἀποκλεισμόν, ἀδυναμίαν ἐξόδου: Φρ. ᾿Αποκλειστικει͜ὰ μέρα (καθ᾿ ἣν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξέλθῃ τοῦ οἴκου του ἕνεκα κακοκαιρίας). Συνών. ἀποκλειστὸς 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/