ἀποκλείω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκλείω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκλείω λόγ. κοιν. ἀποκλει͜ῶ Θρᾴκ. (Μυριόφ. κ. ἀ.) Κίμωλ. Κρήτ. ᾿ποκλει͜ῶ Ἤπ. Θρᾷκ. (Στέρν. κ.ἀ.) Κίμωλ. Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.) Τῆλ. 'ποκλῶ Ρόδ. ᾽πουκλείνου Εὔβ. (Στρόπον.) 'ποκλείζω Ρόδ. Χάλκ. ᾿ποκλείτζω Σύμ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀποκλείω.

Σημασιολογία

Α) ’Ενεργ. 1) Κλείω τινὰ ἐντός, ἐμποδίζω τὴν ἔξοδον κοιν.: Ἡ βροχὴ-ὁ καιρὸς-τὸ χρόνι μᾶς ἀπόκλεισε. ᾿Αποκλειστήκαμε ᾿ς τὸ χωριό μας ἀπὸ τὸ χιˬόνι κοιν. Τοῦ ’ψαλε τόσα λόγιˬα ποῦ τὸν ἀπόκλεισε (τὸν ἔκαμε νὰ μὴ ἐξέρχεται τῆς οἰκίας του) Κρήτ. ᾽Επήγανε μὲ τσοὶ βέργες καὶ τὴν ἐποκλείσανε ᾿ς τὸ σπίτι Κατσιδ. ᾿Εκείνη ἀποκλε͜ιέται Μυριόφ. Δὲν κουτάου νὰ βγοῦ ὄξου, μὶ ἀπόκλεισι Στρόπον. Ὅταν τοὺ πιδί σ᾿ κά’ οὕλου φτιξιές, σι᾽ ᾿πουκλείνουνι οὑ κόσμους ἀποὺ τὰ παράπουνα αὐτόθ. Μὶ ’πόκλεισις, δὲ μπουροῦ νὰ βγοῦ ὄξου ᾿ποὺ τοὺ μαντρί μ’ (δὲν ἠμπορῶ νὰ ἐξάγω τὰ ποίμνιά μου εἰς ἀρκετὴν ἔκτασιν πρὸς βοσκὴν) αὐτόθ. Τὰ ζῷα ἀποκλοῦσα ἐκεῖ μέσα Στέρν. Πάμε ν᾿ ἀποκλείσωμε (ἐνν. τὰ βοσκήματα ἢ ἄλλα κτήνη εἰς τὴν μάνδραν ἢ ἄλλον περίφρακτον χῶρον) Νίσυρ. ’Ποκλείτζω τὰ κατσίκιˬα Σύμ. Ἔπαιζα μαζίν τους οὕλ’ dὴ μέρα κ᾿εἶχα τὰ πόατ-τα ᾽ποκλεισμένα Ρόδ. || ᾌσμ. ᾿Αρνὶν καὶ ᾿ρίφιν ἀνέθρεφα, | σὲ ἄγριον βουνὸν τὸ ἐμέρωνα, σὲ χρυσῆν μάντραν τὸ ἐπόκλειτζα (ἐπῳδ.) Ρόδ. ᾽Ανδροῦτσος ἀποκλείστηκε ᾿ς τὸ μέγα μοναστῆρι ἀγν. τόπ. β) Ἐμποδίζω τὴν εἴσοδον Θράκ. (Στέρν.) κ.ἀ.: Τὸν ἀποκλοῦσε ἔξω. 2) Φέρω εἰς ἀδιέξοδον, κάμνω τινὰ νὰ στενοχωρηθῇ Λευκ.: Πῆγα νὰ τσοὺ κάμω βίζ'τα καὶ μ᾿ ἀποκλείσανε μάννα καὶ θυατέρα μὲ τσοὶ βρισές τσου. Β) Μέσ. 1) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ μεγάλης λύπης, ὑπὸ ἀπελπισμοῦ, καὶ ἕνεκα τούτου ἀποφεύγω τὴν ἔξοδον ἐκ τοῦ οἴκου Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.) Νάξ. (᾿Απύρανθ.): ᾿Εποκλείστηκεν ἀπόdεν ἐπέθανεν ὁ bάρbας τση ᾽Απύρανθ. ᾽Εποκλείστησαν τὰ κακόμοιρα καὶ ’φτὰ αὐτόθ. Μὲ τσοὶ φασαρίες ἐποκλείστηκε καὶ δὲ dὴνε θωρεῖ ἄθρωπος Κατσιδ. 2) Κατέχομαι ὑπὸ ἰσχυρᾶς λύπης, εἶμαι ἀπογοητευμένος Κρήτ. (Κατσιδ.): ᾿Εποκλείστηκε ἀποὺ τὸ gαηˬμό τζη καὶ δὲ μιλεῖ ἀθρώπου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/