ἀπόκληρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόκληρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόκληρος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀπόκληρος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀποκλεισθεὶς τῆς κληρονομίας: Τὸν ἔκανε ὁ πατέρας του ἀπόκληρο. Μὲ βγάλανε μένα ἀπόκληρη. 2) Ὁ ἐστερημένος τῶν ἀγαθῶν τινος: Εἶναι ἀπόκληρος τῆς ζωῆς-τῆς τύχης κττ. || Ποίημ. Ναί, ἄφησε, ἐλπίδα μου, | εἰς τὴ θερμή σου ἀγκάλη τῆς τύχης ὁ ἀπόκληρος | νὰ γείρῃ τὸ κεφάλι ΙΜάμου Ἀγρολούλ. 33

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/