ἀποκλονίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκλονίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκλονίζω ἀμάρτ. ’ποκλονῶ ΧΠαλαίσ. Θάνατ. Εἰρήν. 14 ΠΛιασίδ. Τὰ φκιόρ. τῆς καρκ. 72 Μέσ. 'ποκλονίζουμαι Κύπρ. (Γερμασ.) -ΙΜεχάρ. Ἐρωτ. πάθη 7
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κλονίζω.
Σημασιολογία
1) Παθ. ταλαντεύομαι, κινδυνεύω νὰ πέσω ἔνθ’ ἀν.: Ἅμα τὸν εἶδα ταὶ ’ποκλονίστηκεν, εὐτὺς ἐβούρησα τιˬ ἅρπαξά τον. || Ποίημ. Πάντα ἐσυλ-λογίζετουν, | πολλὰ ἐποκλονίζετουν ΙΜεχάρ. ἔνθ’ ἀν. 2) ᾽Ενεργ. εἶμαι καταβεβλημένος, ἐξηντλημένος ὑπὸ νόσου, κόπου, πένθους κττ., εἶμαι ἀποκαμωμένος ΧΠαλαίσ. ἔνθ’ ἀν. ΠΛιασίδ. ἔνθ’ ἀν.: Ποιήμ. ᾿Αποὺ τὸ κλάμαν τὸ πολ-λὺν τὰ δάκρυˬα ἐλείψαν ταὶ μάλιστα ᾿ποκλόνησεν ’ποὺ πεῖναν ταὶ ᾽ποὺ δίψαν Χπαλαίς. ἔνθ’ ἀν. Σὰν μαρανίσκει τὸ δεντρὸν ’ποὺ τὴν ἀνεποτάδαν, ἔτσι σὲ θέλουν, ὅπου πάς, ἀρκάτην οἱ σασμένοι νὰ ’ποκλονᾷς ταὶ τοῦ νεροῦ νά ᾽ῃς τὴν τιτρινάδαν ΠΛιασιδ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA