ἀποκλωνώνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκλωνώνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκλωνώνομαι ΜΜαλακάσ. ἐν ’Ανθολ. Η'Αποστολίδ. 218
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κλωνί.
Σημασιολογία
Ἐπὶ καρποῦ, ἀποσπῶμαι τοῦ κλώνου: Ποίημ. 'Ενῷ τὸ χέρι ἐξάμωνε, ὁ μεστὸς ἀποκλωνώθη κ᾽ ἐξέφυγε κ᾿ ἐσκόρπισε κατάχαμα μὲ μιˬᾶς (μεστὸς=ὥριμος καρπός).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA