ἀπόκλωσμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόκλωσμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόκλωσμα τό, Ἤπ. ἀπόκλωσμαν Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκλώθω.
Σημασιολογία
Δύσις, ἐπὶ τοῦ ἡλίου ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Ποῦ μὲ τ' ἀπόκλωσμα τοῦ ἡλιˬοῦ προβάλλεις μέσ᾿ ᾿ς τὴ ράχι Ἤπ. Καὶ ’ς τοῦ ἡλιˬοῦ τ’ ἀπόκλωσμαν ἐκρέμασεν τὰ πόστ Τραπ. Συνών. βασίλεμα, γέρμα, γύρισμα, δύσι, ἡλιˬόγερμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA