ἀποκνήσκομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκνήσκομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκνήσκομαι Πόντ. (Οἰν.) ἀποκνέσκουμαι Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κνήσκομαι.

Σημασιολογία

1) Ἔχω κνησμόν, φαγούραν, κνήθομαι Πόντ. (Οἰν. Χαλδ.): ᾽Εέντον πολλὰ ἡμέρας ᾿κ᾿ ἐπλύστα κιˬ ἀποκνέκεται ἡ ρ μ᾽ (εἶναι πολλὲς ἡμέρες ποῦ δὲν ἐπλύθηκα καὶ μὲ τρώει ἡ ράχι μου) Χαλδ. 2) ᾿Αποβάλλω τὸν κνησμόν, παύω νὰ αἰσθάνωμαι κνησμὸν Πόντ. (Κοτύωρ.) β) Μεταφ. ἀποβάλλω τὴν πρὸς συνουσίαν ὁρμὴν Πόντ. (Κοτύωρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/