ἀποκοιμίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκοιμίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκοιμίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) ἀποκιˬουμίζω Πελοπν. (Μάν.) ἀπου'μίζου βόρ. ἰδιώμ. ἀποτσοιμίζω Θήρ. (Οἴα) ’ποκοιμίζω πολλαχ. ᾿ποτοιμίζω Κύπρ. ᾽πεκοιμίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Πόντ.(᾽Αμισ.) ἀποκοιμῶ Μακεδ. -ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,84 ἀποκοιμάω Πελοπν. (Αἴγ. ᾿Αργολ.'Αρκαδ. Κορινθ. Βούρβουρ. Λάστ. κ.ἀ.) ἀπου’μάου Εὔβ. (Λίμν.) Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) ’ποκοιμάω πολλαχ. ᾿ποτσοιμάου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ) ᾿που᾿μάου Εὔβ. (Στρόπον.) Παθ. ἀποκοιμῶμαι ἐνιαχ. ἀποκοιμοῦμαι Θήρ. Κίμωλ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) κ.ἀ. ἀπου’μοῦμι Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿ποκοιμοῦμαι Κρήτ. κ.ἀ. ᾿ποτσοιμῶμαι Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) ᾿ποτοιμοῦμαι Κύπρ. κ.ἀ. ἀποκοιμᾶμαι ἐνιαχ. ἀποκιουμᾶμαι Πελοπν. (Μάν.) ἀποκοιμε͜ιοῦμαι Ζάκ. κ.ἀ ἀπουκοιμε͜ιοῦμι Θράκ.(’Αδριανούπ.) Μακεδ. ᾿ποκοιμε͜ιοῦμαι Προπ. (’Αρτάκ.) ἀποκοιμει͜έμαι Πελοπν. (’Αρκαδ. Κορινθ.) κ.ἀ. ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,111 ἀπουκιουμει͜έμαι Πελοπν. (Μάν.) ἀποτσουμει͜έμαι Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) ἀποτσιουμει͜έμαι Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) ᾿ποτσοιμε͜ιῶμαι Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) ᾿που᾿με͜ιῶμι Εὔβ. (Στρόπον.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀποκοιμίζω, τοῦ ὁποίου ὡς μέσ. τὸ ἀρχ. ἀποκοιμῶμαι.
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Κάμνω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, ἰδίᾳ ἐπὶ τῶν καταβαυκαλιζομένων νηπίων, κοιμίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ.): Τ’ ἀποκοίμισε τὸ μωρὸ-τὸ παιδί. Μᾶς ἀποκοίμισε μὲ τὸ τραγούδι του κοιν. Τὸν ἀποκοιμάει τὸ βασιλεά . . . τοῦ δίνει μιὰ ᾿ς τὸ σβέρκο του, τὸν ἄφηκε κόκκαλο (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. || ᾌσμ. Κοιμήσου, χαδεμένο μου, κ’ ἐγὼ σὲ ναναρίζω, ἐγὼ τὴν κούνιˬα σου κουνῶ καὶ σὲ ἀποκοιμίζω Ἄνδρ. Τσοιμήσου, μωρουδάτσι μου, τσαὶ ᾿γὼ σὲ ναναρίζω τσαὶ μὲ τὰ νανουρίσματα γλυκὰ σ᾽ ἀποτσοιμίζω Θήρ. (Οἴα) Ἔλα, νύπνε μ᾿, καὶ πᾶρε το, νύπνε, ᾽ποκοίμισέ το καὶ σύ, κερά μου Παναγιˬά, καλοξημέρωσέ το Θρᾴκ. Ρόδα καὶ τριˬαντάφυλλα καὶ σεῖς βασιλικοί μου, γιˬατὶ μ’ ἀποκοιμίσατε κ᾿ ἔχασα τὸ πουλλί μου; Δαρδαν. Τοὺς ἄντρες τοὺς μεθᾶμε καὶ τοὺς ἀποκοιμᾶμε Ἀρκαδ. Κιˬ ἀπουκοιμάει τοὺς πιθιρούς, κοιμάει τοὺς βιγλατώρους Μακεδ. -Ποίημ. θυμᾶσαι πῶς μὲ χάιδευες | καὶ πῶς μοῦ τραγουδοῦσες, ὅταν μ᾽ ἀποκοιμοῦσες; ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. 84 β) Μεταφ. κάμνω τινὰ οἱονεὶ νὰ ἀποκοιμηθῇ, καθησυχάζω δολίως, διαβουκολῶ, ἐξαπατῶ σύνηθ.: Τὸν ἀποκοίμισε μὲ τὰ γλυκά του λόγιˬα. Κοιτάζει νὰ τὸν ἀποκοιμίσῃ. Μὲ τοὶς ψευτιές του μ᾿ ἀποκοίμισε σύνηθ. Πῶς μὶ ᾿πουκοίμισι κι᾽ δὲν πῆγα νὰ ἰδοῦ μαναχός μου τί γίνιτι ! Στρόπον. Πῶς ᾿που’μήθηκαμι, πῶς στραβώθηκαμι! αὐτόθ. Συνών. ἀπογελῶ 2, γελῶ, ξεγελῶ. 2) Συγκαλύπτω πολλαχ.: Τ᾽ ἀποκοίμισε τὸ πρᾶμα. Τὴν ἀποκοίμισε τὴν ὑπόθεσι. Συνών. ἀποσκεπάζω, σκεπάζω. 3) Φονεύω, θανατώνω Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.): ᾎσμ. Τρεῖς μαχιρεˬὲς τὴν δίνει ’ς τὴ διξιὰ μιρεˬὰ κὶ τὴν ἀπουκοιμάει ποῦ ’ταν κανακαρεˬὰ Ζαγορ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποκάμνω Β1. Β) Μέσ. 1) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ ὕπνου, κοιμῶμαι κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.): ᾽Ενύσταξα καὶ μιὰ στιγμὴ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω ἀποκοιμήθηκα κοιν. Τοὺ πιδὶ ἀπου’μᾶτι μὶ τοὺ β᾿ζι᾿ ’ς τοῦ στόμα Αἰτωλ. Δὲν ᾽πουκοιμει͜έτι οὕλη τὴ νύχτα Στρόπον. ’Ποὺ τὴν νυστάραν του ἔγειρεν τ’ ἐποτοιμήχηκεν Κύπρ. Ηὗρε κιˬ ἀλλ᾽νοὺς ᾿πεκοιμισμένους Σαρεκκλ. || ᾌσμ. Πέφτω γιˬὰ ν᾽ ἀποκοιμηθῶ, ξυπνῶ καὶ συλλοοῦμαι, μὴν εἶναι ἀπὸ λόου μου ὁπῶς σὲ ὑστεροῦμαι Θήρ. Νὰ πιρπατήσου δὲν μπουρῶ, νὰ κάτσ’ ἀπουκοιμε͜ιοῦμι Μακεδ. ᾿Εψὲς ἐποτοιμήθηκα ᾿ς ἑνοῦ κρεμ-μοῦ τὴ ζώνην, τ’ ἔφερεν ἡ ἀγάπη μου πάπλωμα ταὶ σεντόνιν Κύπρ. Σ σὴν ράβδν ἐπεκκούμπιξεν κιˬ ἀπάν’ ἐπεκοιμέθεν Τραπ. -Ποίημ. Γέρνει μὲ μιᾶς τὸ μέτωπο, γέρνει κι ἀποκοιμει͜έται ΑΒαλαωρ. ἔν'θ’ ἀν.111 Μετοχ. ἀποκοιμισμένος, μεταφ. νωθρὸς τὸν νοῦν ἢ τὴν ἐνέργειαν πολλαχ. β) Κοιμῶμαι βαθέως, βυθίζομαι εἰς τὸν ὕπνον Θράκ. (Μάδυτ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Λακων.): ’Απόψα ἀπου’μήθ’κα κὶ δὲν ἔννο͜ιουσα 'ς τὴν ’κλησιˬὰ Μάδυτ. 2) Κοιμῶμαι τὸν αἰώνιον ὕπνον, ἀποθνήσκω Κίμωλ. κ.ἀ.: Ἡ καλογρα͜ιὰ ἀποκοιμήθηκε Κίμωλ. 3) Μεταφ. σβήνω, παύω καίων Ἤπ.: ᾽Αποκοιμήθηκε τὸ καντήλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA