ἀποφοβίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφοβίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποφοβίζω Πόντ. (Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. φοβίζω.

Σημασιολογία

Κάμνω τινὰ νὰ παύσῃ νὰ φοβᾶται: Ἀποφόβ’σον ἀτον. Συνών. ξεφοβίζω. Καὶ ἀμτβ. ἀποβάλλω τὸν φόβον μου, παύω φοβούμενος: Ἐπεφόβ’σα κ’ ἔρθα. Τὰ πρῶτα τὰ ἡμέρας ἐφοοῦντον τὸν δέσκαλον, ὑστερία ἄμα ἐπεφόβ’σεν κ’ ἔλεγεν τὸ μάθεμαν ἀτ’. Συνών. ἀποφοβᾶμαι, ξεφοβίζομαι (ἰδ. ξεφοβίζω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/