ἀποκολώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκολώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκολώνω (ΙΙΙ) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κόλος.
Σημασιολογία
Α) ᾿Ενεργ. 1) ᾿Απογυμνῶ τὸν κόλον, τοὺς γλουτούς τινος Πόντ. (Κερασ.): Θὰ σ’κώνω τὸ φιστάνι σ᾿ κιˬ ἀποκολώνω σε! Συνών. ἀνακολώνω Α2. 2) Κάμνω ὥστε νὰ ἀποκαλυφθῇ ὁ πυθμὴν ἀγγείου, ἐξαντλῶ τὸ περιεχόμενον ἀγγείου, ἀδειάζω Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Οἱ ἐργάτ’ ἕναν δίλαβον φαεῖν ἐπεκόλωσαν (δίλαβον φαεῖν βραχυλ. ἀντί: φαεῖν δίλαβου χαλκοῦ) Χαλδ. Τὴν θάλασσαν ἐπεκόλωσα Πόντ. (Κερασ.) 3) ᾽Αφαιρῶ τὸν πυθμένα ἀγγείου τινος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Εντῶκεν κ᾽ ἐπεκόλωσεν τὴν ’εντσερὲν (τὸν τέντζερη) Τραπ. Β) Μέσ. 1) Φορῶ ράκη καὶ οἱονεὶ εἶμαι γυμνὸς Πόντ. (Κερασ.) β) Περιέρχομαι εἰς τὴν ἐσχάτην ἔνδειαν Πόντ. (Κερασ.) 2) ᾿Αποβάλλω, χάνω τὸν κόλον μου Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.): Φρ. ᾿Επεκολῶθεν (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος ἀκατάσχετον διάρροιαν. Συνών. φρ. βγῆκε ὁ κόλος του) Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. Ὅσον εἶπεν εἶπεν ἐπεκολῶθεν (ἐπὶ τοῦ φλυάρου) Κοτύωρ. Συνών. ξεκολώνομαι (ἰδ. ξεκολώνω), ξεπατώνομαι (ἰδ. ξεπατώνω). β) ’Αποβάλλω, χάνω τὸν πυθμένα μου, ἐπὶ ἀγγείου Πόντ. (Χαλδ.) : ᾎσμ. Κιˬ ἄρ᾿ τὸ μααίρ’ τ᾽ ἐσύρθανε ᾿κεῖνο ν᾽ ἀποστομοῦται καὶ τὸ χαλκὸν τ᾿ ἐψἐθανε ᾿κεῖνο ν’ ἀποκολοῦται (ἔ λοιπόν, τὸ μαχαίρι μὲ τὸ ὁποῖον ἐσφάγησαν ἐκεῖνο νὰ χάσῃ τὴν κόψιν του καὶ τὸ καζάνι ποῦ ἐψήθηκαν ἐκεῖνο ν᾽ ἀποβάλῃ τὸν πυθμένα του). 3) ’Αφίνω ὥστε νὰ φανῇ ὁ πυθμήν μου, κενοῦμαι ὅλως, ἐπὶ ἀγγείου Πόντ. (Κερασ.) 4) Μεταφ. ἐπὶ πράγματος, περατοῦμαι, εὑρίσκομαι πρὸς τὸ τέρμα Πόντ. (Κερασ.): Τὸ παννὶν ἐπεκολῶθεν (ἐφάνη ἤδη τὸ ἄκρον τοῦ στήμονος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA