ἀποχαϊλώνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχαϊλώνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχαϊλώνομαι Πελοπν. (Μάν.)-ΚΧατζοπ. Ἀγάπ. 9.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χαϊλώνω.
Σημασιολογία
1)Μένω μὲ στόμα ἀνοικτόν, μένω κεχηνὼς, ἐκστατικὸς ΚΧατζόπ. ἔνθ’ ἀν.: Ἡ Φόνη ἀποχαϊλώθηκε. Συνών. *ἀποχάνω (Ι) 1, ἀποχασκίζω. Πβ. ἀναχαίνω 1. 2)Ἀποβλακοῦμαι Πελοπν. (Μάν.): Στέκει ἀποχαϊλωμένος. Συνών. ἀποβλακώνομαι (ἰδ. ἀποβλακώνω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA