ἀποφουσκίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφουσκίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποφουσκίζω ἀμάρτ. ’πεφουσκῶ Ρόδ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀποφουσκίζω. Πβ. Φυσιολόγ. στ. 808 (ἔκδ. ÉLegrand) «ἀποφουσκίζει ἀπομακρὰ καὶ πέπτει τὸ φαρμάκιν».

Σημασιολογία

Πέρδομαι, κλάνω ἀήχως. Συνών. ἀποφουσκώνω 1β, ξανεμίζω, ξεφουσκίζω, φουτίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/