ἀποκομμίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκομμίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκομμίζω Κρήτ. ’ποκομμίζω Κρήτ. (Σητ.) Μέσ ἀποκομμοῦμαι ΑΚρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποκομμή. Τὸ ἀποκομμοῦμαι καθὰ καὶ χαιρετῶ < χαιρετίζω κττ. περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,273 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Κάμνω τινὰ νὰ κορεσθῇ, νὰ χορτασθῇ ἔνθ᾽ ἀν.: Δυˬὸ τσικάλιˬα φαεῖ ἤψησα καὶ δὲ bορῶ νὰ τσ᾿ ἀποκομμίσω. Μὲ τοσοδὰ φαεῖ θαρεῖς πῶς θὰ τσ’ ἀποκομμίσῃς; Δὲ ᾿bοκομμίζουdαι μὲ τὸ φαεῑ αὐτονά. Δυˬὸ ὧρες εἶν᾿ ἁποὺ κάτσανε ᾿ς τὸ τραπέζι καὶ δὲ bοροῦν ἀκόμη ν᾿ ἀποκομμιστοῦνε. 2) Μέσ. ἀρκοῦμαι εἰς ὀλίγον γεῦμα, τρώγω ὀλίγον ὥστε νὰ μὴ ἑνοχλοῦμαι ὑπὸ πείνης, ξεγελῶ τὴν πεῖνα μου ΑΚρήτ.: Μὲ δυˬὸ πορτακάλιˬα καὶ μὲ μιˬὰ ὀφτὴ πατάτα ἀποκομμοῦμαι ᾽γὼ κάθ’ ἀργά. ᾿Επείνα, μὰ δὲν εἶχα εἶdα τοῦ δώσω, ἤβγαλά του ἕνα bοτήρι γάλα καὶ μὲ ’κε͜ιονὰ ἐποκομμήθηκε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/