ἀποφρύγω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφρύγω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφρύγω Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. ἀποφρυˬῶ Κρήτ. ἀποφρύσσω Κρήτ. ἀποφρύζω Κρήτ. ’ποβρύσ-σω Κύπρ. Μέσ. ἀποφρύγουμαι Πόντ. ἀποφρύουμαι Πόντ. Μετοχ. ἀποφρυμένος Κεφαλλ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀποφρύγω=ξηραίνω. Ὁ τύπ. ἀποφρύσσω καὶ ἐν Ἐρωφίλ. Ἀφιέρ. 41 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) καὶ Ριμάτ. κόρης καὶ νέου (ἔκδ. ÉLegrand Bibl. 2,51).
Σημασιολογία
1)Περατῶ τὸ φρύξιμον, ἀποξηραίνω, ἐπὶ διπυρίτου ἄρτου Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.: Θ’ ἀνάψω αὔριο τὸ φοῦρνο ν’ ἀποφρύξω καὶ τ’ ἄλλα καρβέλιˬα, γιˬατὶ μοῦ μουχλιˬαίνουνε Μάν. 2)Ἀμτβ. Ἀποξηραίνομαι, στειρεύω, ἐπὶ πηγῆς, φρέατος κττ. Κρήτ. Κύπρ.: Ἐπόφρυξε τὸ πηγάδι μας Κρήτ. Ἀποφρύζει ἡ βρύσι αὐτόθ. || ᾌσμ. Οἱ βρύσες ἐποφρύξανε καὶ τὰ σταμνιˬά-ν- ἐσπάσαν αὐτόθ. Πιˬάνει μαγεύει τὰ νερὰ καὶ ἀποφρυˬοῦd’ οἱ βρύσες κ’ ἐπέφτα g’ ἐποθαίνανε ἀθρώποι ’πὸ τσοὶ δίψες αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωφίλ. ἔνθ’ ἀν. «μ’ ἕνα θολὸ κι ἀπόμικρο ποτάμι ’π’ ἀποφρύσσει» καὶ ἐν Ριμάτ. κόρης καὶ νέου ἔνθ’ ἀν. «ὅντεν ἰδῇς τὸ πέλαγος ν’ ἀρχίσῃ ν’ ἀποφρύσσῃ ». Μετοχ. ἀποφρυμένος= κατάξηρος, διψαλέος Κεφαλλ.: Φρ. Ξερὸς κιˬ ἀποφρυμένος. Νηστικὸς κιˬ ἀποφρυμένος. Συνών. ἀποστειρεύω 2, ἀποστερεύω 2, ἀποφυράζω 2. β)Στειρεύω, παύω νὰ παράγω γάλα Κύπρ.: ’Ποβρίσ-σουν οἱ αἶγες-οἱ κουέλ-λες (προβατῖνες). Συνών. ἀποστειρεύω 1, ἀποστερεύω 1. 3)Μέσ. παύω νὰ αἰσθάνομαι ζέστην, δίψαν κττ. δροσίζομαι Πόντ.: Ἔπα λεμονάδαν κ’ ἐπεφρύγα (ἔπα=ἔπιον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA