ἀποφρυμάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφρυμάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποφρυμάρα ἡ, Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀποφρυμὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρα.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ ὑποφέρῃ τις ἀπὸ ὑπερβολικὴν δίψαν, ἐκ τῆς ὁποίας ἀποξηραίνεται τὸ στόμα. Συνών. κοράκιˬασμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA