ἀποφτάνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφτάνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποφτάνω Κρήτ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀποφτάνω=καταφθάνω.

Σημασιολογία

Φθάνω, καταφθάνω: ᾎσμ. Θεριˬὰ μᾶς ἐζυγώνανε κ’ εἶχα φτερὰ ’ς τὰ πόδιˬα κ’ ἐπιˬάνασί μας ζωdανοὺς κ’ ἐσφάζασί μας κιˬόλας, κιˬἀνένα δὲν ἀφίνανε ’ς τὴ χώρα ν’ ἀποφτάξῃ Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Στάθῃ πρᾶξ. Β στ. 319 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 142) «κι ἄλλο τ’ ἀφέντη μου ἐρχομὸς καὶ ὁ νοῦς μου τὸνε βάνει | πῶς ὥραν ὥρα ἐδεπὰ ’ς τὴ χώρα ἀποφτάνει». Συνών. φτάνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/