ἀστερωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστερωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστερωτὸς ἐπίθ. Ἤπ. – ΓἘπαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1,264 - Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.

Σημασιολογία

1) Ὁ πλήρης ἀστέρων, ἀστροφεγγὴς Ἤπ.: Οὐρανὸς ἀστερωτός. Συνών. ἀστρωτός. β) Ὁ ἔχων ποικίλματα ἀστεροειδῆ Λεξ. Πρω. 2) Ὁ ἔχων σχῆμα ἀστέρος ΓἘπαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. - Λεξ. Βλαστ Δημητρ.: Κάθε της πέτρα σκεπαζότανε ἀπὸ λειχῆνες ἀστερωτοὺς καὶ γεράνιˬους ΓἘπαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. Ἀστερωτὸ δαχτυλίδι Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/