ἀποφουσκώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφουσκώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφουσκώνω Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. ’ποφουσκών-νω Κύπρ. ’πουφ’σκώνου Ἴμβρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀποφουσκώνω=φουσκώνω ἐξ ὀργῆς, θυμώνω. Πβ. Μαχαιρ. (ἔκδ. RDawkins) 1,358 «καὶ ἔχοντα καὶ τὲς ἀντροπὲς τὲς ἐδιαβάσαν πολλὲς ἀποὺ ὅλους, ὧδε ἀποφουσκῶσαν».
Σημασιολογία
1)Ἐκκενῶ τὸν ἀέρα πεφυσιωμένου τινός, οἷον φύσκης, ἀσκοῦ δερματίνου κττ. Κύπρ. Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. : ’Ποφούσκωσ’ τ’ ἀ-ὶν γιˬὰ νὰ βάλουμεν κρασὶν μέσα Κύπρ. Ἀποφούσκωσο τ’ ἀντεῖο (ἐκκένωσον τὸν ἀέρα τοῦ ἀσκαύλου) Ὄφ. Ἀποφουσκώνω τὸ bουbάρ’ (φύσκη κατεσκευασμένη ἐκ παχέος ἐντέρου) Πόντ. Καὶ ἀμτβ. ἐκκενοῦμαι τοῦ ἀέρος Κύπρ. Πόντ.: Ἔκλασεν τ’ ἐποφούσκωσεν ἡ τοιλιˬά του Κύπρ. Ἅμον τὸ ἔπεν τὸ γιˬατρικόν, ἐπεφούσκωσεν ἡ κοιλία ’τ’ Πόντ. Τοῦ καραβί’ τὰ παννία φουσκών’νε κιˬ ἀποφουσκών’νε αὐτόθ. ᾿Εκρύωσεν τὸ ζουμάρ’ κ’ ἐπεφούσκωσεν (ἔπεσεν ὁ ὄγκος του) αὐτόθ. β)Πέρδομαι ἄνευ ἤχου Ἴμβρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποφουσκίζω. 2)Μεταφ. ἀνακουφίζω, καθησυχάζω Πόντ.: Πέ ἀτον δύο λόγιˬα κιˬ ἀποφούσκωσον τὴν καρδίαν ἀτ’ Πόντ. Καὶ ἀμτβ. ἀνακουφίζομαι Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Θὰ λέω σε ντὸ ἔχω ἀπέσ’-ι-μ’ ν’ ἀποφουσκών’ ἡ καρδία μ’ Πόντ. Ἔκλαψα ἔκλαψα κ’ ἐπεφουσκῶθα Τραπ. Χαλδ. 3)Ὁλοσχερῶς πληρῶ τι δι’ ἀέρος κοιν.: Ἀποφούσκωσα τὸ ἀσκὶ-τὴ φούσκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA