ἀποφτιλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφτιλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφτιλίζω Πόντ. (Ὄφ. Ζησιν.) ἀποφτουλίζω Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ φτιλίζω.
Σημασιολογία
1)Ἀποσπῶ τὰ πτίλα ἢ πτερὰ ὄρνιθος ἢ καὶ ἄλλου πτηνοῦ Πόντ. (Ὄφ.): Ἀποφτιλίζω τὴν κοσσάραν-τὸν πετεινόν. Συνών. *ἀποφτιλιˬάζω, μαδῶ, ξεμαδῶ. 2) ᾿Εκπτύσσω, ξεφτύζω, ἐπὶ ὑφασμάτων Πόντ. (Ζησιν.): Ὀδντι ἀποφτιλίζεις τὸ παννί; (διατί κττ.) 3)Μέσ. φορῶ ξεφτυσμένα ἐνδύματα Πόντ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA