ὰποφτοοῦμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ὰποφτοοῦμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφτοοῦμαι Ἀντικύθ. Κρήτ. ἀποφτοῦμαι Ἀντικύθ. Κρήτ. ἀποφτοΐζομαι Κρήτ. Κύθηρ. Μετοχ. ἀποφτοϊσμένος Ἀντικύθ. Κρήτ. Κύθηρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀποπτοοῦμαι.
Σημασιολογία
Καταπλήσσομαι ἔνθ’ ἀν.: Εἶδα τέτοι͜ο κακὸ ποῦ ἀποφτοΐστηκα Κύθηρ. Ἀποφτοΐστη ἢ ἔμεινε ἀποφτοϊσμένος αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA