ἀποφυλακίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφυλακίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποφυλακίζω λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Πόντ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀποφυλακίζω.

Σημασιολογία

Ἀπολύω τινὰ τῆς φυλακῆς ἔνθ’ ἀν.: Ἀποφυλάκισαν τὸν δεῖνα λόγ. σύνηθ. Ἀκόμαν ’κ’ ἐπεφυλακίστεν ὁ δεῖνα Πόντ. Συνών. ἀποφυλακώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/