ἀστήριχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστήριχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστήριχτος ἐπίθ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. ἐπίθ. ἀστήρικτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ στηριζόμενός που: Ἔπεσε ὁ στῦλος κ' ἔμεινε ἡ σκεπὴ ἀστήριχτη. Τοῖχος ἀστήριχτος. 2) Μεταφ. ἀβάσιμος, ἐπὶ λόγων, ἐπιχειρημάτων, ὑπονοιῶν κττ.: Ὑποψία ἀστήριχτη. Αὐτὰ ποῦ λέει εἶναι ἀστήριχτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/