ἀποκοπὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκοπὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποκοπὴ ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἀπουκουπὴ βόρ. ἰδιώμ. ᾿ποκοπὴ Κύπρ. ’πεκοπὴ Θρᾴκ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀποκοπή.

Σημασιολογία

Α) Οὐσ. 1) ’Αποκομμὸς 2, ὃ ἰδ., Ἤπ. Πελοπν. (Λάκων.) 2) Ὡρισμένος ἀριθμὸς προβάτων ᾿Αθῆν.: Πρόβατα ἀποκοπὲς ὀγδόντα. Πρόβατα τριάντα ἡ κάθε ἀποκοπή. Συνών. κοπή. 3) Παῦσις, λῆξις, ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοῦ ἐκ τῆς βασκανίας κακοῦ Πόντ. (Οἰν.) 4) Τὰ πρὸ τοῦ γάμου ὁριζόμενα δῶρα τοῦ γαμβροῦ πρὸς τὴν νύμφην καὶ τοὺς συγγενεῖς αὐτῆς Πελοπν. (Γορτυν.) Σύμ.: ᾎσμ. Τάσσω της τῆς ἀποκοπῆς ὁλόχρουσον μανέλλι. νὰ γλέπῃ τὸ πουλλάκιν μου ποῦ σύρνει καμπανέλλι Σύμ. 5) ᾽Εκτίμησις ἀγροζημίας καὶ ἡ ὁριζομένη ἀποζημίωσις Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Κάρπ.: Θὰ τὸν πάω ᾿ς τὸ δικαστήριο νὰ μ᾿ πλερώσῃ τὴν ἀποκοπὴ Ἤπ. 6) Καθορισμὸς τιμῆς, ἐκτίμησις πράγματος ἢ ἐργασίας κττ. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κύπρ. Κῶς Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ.: Ἡ ἀπουκουπὴ γί'κι χατίρ’’ κὶ δὲν τὴ στρέου (ἡ ἐκτίμησις ἔγινε μεροληπτικὴ καὶ δὲν τὴν δέχομαι) Ζαγόρ. Ἡ ἀποκοπὴ τ’ ὁσπιτί’ ἔν’ πενήντα ιλιάδες Τραπ. || ᾎσμ. Τὰ είλη ίλιˬα κάμνουσι, τὰ μάτιˬα δυˬὸ ιλιˬάες ταὶ τὸ καμαροφρύδιν σου ᾿ὲν ἔει ᾽ποκοπάες Κύπρ. 7) Εἶδος συνεταιρισμοῦ καθ’ ὃν ἀναλαμβάνει τις τὴν ἐκμετάλλευσιν ἀγροτικοῦ κτήματος ἐπὶ ἐτησίῳ μισθώματι εἰς τὸ παραγόμενον εἶδος Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) β) Τὸ εἰς εἶδος ἀποφερόμενον μίσθωμα ἐξ οἱουδήποτε κτήματος Πελοπν. (Καρδαμ.): Πόσο πληρώνεις ἀποκοπὴ γιὰ τὸ μύλο; Δὲ μὲ βγάζει τὸ γέννημα γιˬὰ νὰ πληρώσω τὴν ἀποκοπή. γ) Τὸ εἰς ἰδιοκτήτην βοσκημάτων ὑπὸ τοῦ ποιμαίνοντος αὐτὰ ὡς μίσθωμα ἀποφερόμενον μαλλίον, τυρὸς κττ. Πελοπν. (Οἰν.): Φέρνει ὁ σέμπρος κάθε χρόνο τοὶς ἀποκοπές. 8) Ἡ συνολικῶς ἀναλαμβανομένη ἐργασία πρὸς ἐκτέλεσιν ἢ ἀγορὰ προϊόντος κοιν.: Ὁ δεῖνα τὴν πῆρε τὴ δουλε͜ιὰ-τὸ χτίσιμο τοῦ σπιτιοῦ-τὸ χρωματισμὸ κατ᾿ ἀποκοπὴ κοιν. ΙΙ Φρ. Αὐτὸς εἶναι μονάχα γιˬ’ ἀποκοπὲς (ἐπιτήδειος μόνον διὰ τὰς βαρείας καὶ βαναύσους ἐργασίας) Λεξ. Δημητρ. || Παροιμ. Ἡ ἀποκοπὴ εἶναι ἀποκαὴ (ἡ κατ᾽ ἀποκοπὴν ἐκτελουμένη ἐργασία εἶναι κακὴ) Λακων. ᾽Αποκοπὴ ’ς τὸν κάματο καὶ μὴ μιλιˬὰ ᾽ς τ᾽ ἁλώνι (ὅτι τὸ μὲν ὄργωμα τοῦ ἀγροῦ πρέπει τις νὰ παρέχῃ κατ’ ἀποκοπὴν, εἰς δὲ τὸ ἁλώνισμα νὰ ἀπαγορεύῃ τὴν συνομιλίαν μεταξὺ τῶν ἐργαζομένων) Λακων. Μάν. Β) ᾿Επιρρηματ. 1) Συνολικῶς καὶ οὐχὶ τμηματικῶς δι’ ἡμερησίας ἀμοιβῆς, ἐπὶ μισθωτῆς ἐργασίας (α) Κατὰ γενικ Βιθυν. Κρήτ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.): ’Αποκοπῆς ἔδωκα τὴ δουλειὰ Καλάβρυτ. Τὸ πῆρε τὸ σπίτι αὐτὸ ἀποκοπῆς Κρήτ. (β) Κατ αἰτιατ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Χαλδ.): Πῆρε τὴ δουλε͜ιὰ- τὸ σπίτι ἀποκοπή. Ἔδωσε τὸ χωράφι ἀποκοπή. Τὸ φτε͜ιάνω ἀποκοπὴ κοιν. ᾽Αποκοπὴν ἐπῆρ’ ἀτο Κερασ. ᾿Αποκοπὴν ἐπῆρα τ᾽ ἔργον ἀπάνου μ᾽ αὐτόθ. ᾿Αποκοπὴν θὰ θερίζωμε τὸ χωράφ’ Χαλδ. ᾿Αποκοπὴν ἐδέκεν τ᾿ ὁσπι’ν ἀτ’ ᾽ς σὸ χτίσιμον αὐτόθ. || Φρ. Πῆρε τὴν κουβέντα-τὸ διˬάβασμα-τὸ τραγούδι ἀποκοπὴ (ἐπὶ τοῦ ἀδιακόπως ὁμιλοῦντος. ἀναγινώσκοντος καὶ ἄδοντος). Συνών. ἀποκοποῦ. 2) ᾿Αδιακόπως, συνεχῶς Βιθυν.: ᾿Αποκοπῆς δουλεύεις πεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/