ἀστιμάριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστιμάριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστιμάριστος ἐπίθ. Θήρ. κ.ἀ. ἀστ’μάριστος Σκῦρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *στιμαριστὸς < στιμάρω.

Σημασιολογία

1) Ἀνεκτίμητος Θήρ. 2) Ἀκατάστατος Σκῦρ.: Μὴ bολεμᾷς νὰ κρυφτῇς, μόν’ πές ὅτι ἔσαι ἀστ’μάριστη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/