ἀποκορδίζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκορδίζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκορδίζομαι Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Κύθν. Μύκ. Χίος κ.ἀ. ἀποκορδίζ-ζομαι Ἰκαρ. ἀποκορδίτζομαι Σίφν. ἀποσκορδίζομαι Χίος ᾽ποκορδίζομαι Νίσυρ. Τῆλ. κ.ἀ. ᾿ποκουρd’ζόμαι Πάρ. (Λεῦκ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κορδίζομαι, δι’ ὅ ἰδ. κορδίζω.
Σημασιολογία
1) ᾿Εκτείνω μετ᾿ ἐντάσεως τὰ μέλη τοῦ σώματος ἕνεκα νωχελείας ἢ ἄλλης αἰτίας, σκορδινῶμαι ἔνθ’ ἀν.: ’Πάνω ’ς τὸ φαεῖ ᾿ὲν ᾽ποκορδίζουνται οἱ ἀθρῶποι Τῆλ. || ᾎσμ. ᾿Επῆγεν ν᾿ ἀποκορδιστῇ καὶ σπᾷ τοὶς ἁλυσίδες Χίος Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνασκαμνίζω 2Β ἀποκνεάζομαι. 2) ᾿Εντείνω τὰς δυνάμεις μου, προσπαθῶ Σίφν.: Ἀποκορδίτζομαι νὰ κάμω φαεῖ 3) Μεταφ. ὑπερηφανεύομαι Νίσυρ.: Τί ἀποκορδίζεσαι! Συνών. κορδώνομαι (ἰδ. κορδώνω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA