ἀστοίβαχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστοίβαχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστοίβαχτος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀστοίβαχτους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀστοίβαγος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀστοίβαστος Ἤπ. Κρήτ. Πόντ. (Τραπ.) Σύμ. - Λεξ. Βυζ. Λάουνδ. Ἐλευθερουδ. Πρω. ἀστοίβαστους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἴμβρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. στοιβαχτὸς < στοιβάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ συσσωρευθεὶς εἰς στοίβαν, εἰς σωρὸν πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἀστοίβαχτα κούτσουρα – ξύλα - ροῦχα - στρώματα - τσουβάλιˬα κττ. πολλαχ. Συνών. ἀστοιβάδιˬαστος. β) Ὁ μὴ συμπιεσθεὶς διὰ νὰ καταλάβῃ ὀλιγώτερον χῶρον πολλαχ.: Ἀστοίβαχτος σανός 2) Ὁ μὴ ξανθείς, ἐπὶ βάμβακος καὶ ἐρίου Ἴμβρ. Μακεδ. (Καταφύγ.): Ἀστοίβαστου bαbά’ Ἴμβρ. Ἀστοίβαχτου μαλλὶ Καταφύγ. 3) Ὁ μὴ δαρεὶς Ἴμβρ.: Δὲν ἀφῆκι κἀνένα πιδὶ ἀστοίβαστου, οὕλα τὰ στοίβασι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA