ἀστοιβεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστοιβεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀστοιβεˬὰ ἡ, Εὔβ. (Ἀλιβέρ. Κάρυστ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Μαδυτ.) Ἴμβρ. Ἴος Λέσβ. Λῆμν. Ρόδ. - Λεξ. Πρω., ἀστ’βεˬὰ Λέσβ. (Μανδαμᾶδ.) ἀστοβεˬὰ Θήρ. ἀστουβεˬὰ Κεφαλλ. Σάμ. στουβεˬὰ Κεφαλλ. Σάμ. ἀστοιβὲ ᾿Ικαρ ἀστ’βὲ Λέσβ. (Μανδαμᾶδ. Συκαμν.) ἀστοιβία Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ἀστοιφία Εὔβ. (᾿Ανδρων. Κουρ. Κύμ. ᾿Οξύλιθ.) ἀστουφεˬά Εὔβ. (᾿Οκτον. Ὄρ. Στρόπον.) ἀστοιθεˬὰ Βιθυν. ἀστοιὰ Κάσ. Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ του οὐσ. ἀστοιβὴ κατὰ τα εἰς –εˬὰ ὀν. φυτῶν.
Σημασιολογία
1) ᾿Ακανθῶδες φρύγανον τοῦ γένους τοῦ ποτηρίου τῆς τάξεως τῶν ροδανθῶν (poterium spinosum) διαφόρων ποικιλιῶν ἔνθ᾿ ἀν.: Παροιμ. Στὴν ἀστοιβεˬὰ νερὸ μὴ χύνῃς (μὴ δαπάνα ματαίως) Ἴος. Ἀπ’ τ᾿ν ἀστοιβεˬὰ δὲ gάνιν κατάρτ’ (ἐπὶ ἀδυνάτων) Λέσβ. Συνών. ἀστοιβή, ἀστοιβίδα, ἀφάνα, πλάνη. 2) Μεταφ. ἡ ἔχουσα πολὺ σγουρὰ μαλλιά, ἐπὶ γυναικὸς Εὔβ. (Κουρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA