ἀποφυράζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφυράζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποφυράζω ἀμάρτ. ’ποφυράζω Κύπρ. ἀποφυράσσω Κρήτ. ἀποφυρῶ Κρήτ. (Μονοφάτσ. κ.ἀ.) ’ποφυρῶ Κρήτ. (Σητ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. φυράζω.

Σημασιολογία

1)᾿Ελαττοῦμαι, λιγοστεύω Κύπρ.: Τὸ παναΰριν ἐποφύρασεν, ἐλ-λίανεν ὁ κόσμος. β)᾿Ελαττοῦμαι κατ’ ὄγκον, ὑποχωρῶ ἐπὶ οἰδημάτων Κρήτ. (Σητ.): ’Ποφύραξε τὸ πρῆσμα τῆς χέρας του. Συνών. ξεπρήσκομαι (ἰδ. ξεπρήσκω). 2)Στειρεύω, ἀποξηραίνομαι ἐπὶ πηγῆς ποταμοῦ κττ. Κρήτ. (Μονοφάτσ. Σητ. κ.ἀ.) Κύπρ.: Ἐποφύραξε ὁ ποταμὸς καὶ δὲ βρίσκουν νερὸ νὰ πιˬοῦνε τὰ ὀζὰ Σητ. Μὲ τ’ ὀψιμοκαλόκαιρο ἐποφύραξαν οἱ βρύσες αὐτόθ. Συνεκδ. καὶ ἐπὶ πληγῆς: Ὁ γιˬαρᾶς του ἐποφύρασεν (γιˬαρᾶς=πληγὴ) Κύπρ. Συνών. ἀποστειρεύω 2, ἀποστερεύω 2, ἀποφρύγω 2. 3)Καταπαύω τὴν δίψαν τινὸς ποτίζων αὐτόν, συνήθως ἐπὶ προβάτων Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/