ἀποφύρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφύρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφύρω Πόντ. (Σάντ.) ἀποφύρνω Λεξ. Βάιγ. ’ποφύρνω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. φύρω. Τύπ. ἀποφύρνω παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1)Συγχύζω τινὰ Λεξ. Βάιγ. Πβ. ἀναφύρω. 2)Χάνω τὴν θερμότητα, ἐπὶ φούρνου Πόντ. (Σάντ.): Ἀποφύρ’ τὸ φουρνίν. Συνών. ἀποχάνω (ΙΙ). 3)'Επαναφέρω λιπόθυμον εἰς ἑαυτὸν Κύπρ.: 'Εφύρτηκεν ποῦ τὸν εἶδεν νεκρὸν τ’ ἐπόφυρά τον μὲ λ-λίον νερόν. Ἐφύρτηκεν ἡ δεῖνα, ἀμ-μὰ εὐτὺς ἐποφύραμέν την. Ἐποφύρτηκεν ἅμα τ’ ἐμυρίσαμέν την ροδόστεμ-μαν. ’Ποὺ τὸν καμόν της φύρνεται ταὶ ’ποφύρνεται. || ᾎσμ. Ἐφέραν τ’ ἐρραντίσαν με ἐμέναν τ’ ἀποφύραν. Συνών. ξελιποθυμῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA