ἀπόκορμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόκορμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόκορμο τό, Κύθηρ. Ἀντικύθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἐπίκορμον. Ἰδ. ΙΒογιατζίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 135 κἑξ.

Σημασιολογία

Τὸ ξύλον ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὀ κρεοπώλης κατακόπτει τὸ κρέας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/