ἀποκορτσώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκορτσώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκορτσώνω Πόντ. (Κερασ. Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ ἀγνώστου β΄ συνθετ.
Σημασιολογία
Διευθετῶ τὰ τοῦ οἴκου, καθαρίζω, τακτοποιῶ κττ. Συνών. συγυρίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA