ἀστοιβίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστοιβίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀστοιβίδα ἡ, στοιβίδα Κορ. Ἄτ. 4, 545 - Λεξ. Πρω. στεβίδα Κορ. Ἄτ. 4, 545 ἀστοιβίδα Κρήτ. (Βιάνν. Λατσίδ. Μονοφάτσ. κ.ἀ.) Νίσυρ. ἀστοιφίδα Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Κρήτ. (Κυδων.) Πελοπν. (Μάν.) Χίος.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀστοιβὴ καὶ τῆς καταλ. -ίδα. Τὸ στοιβίδα καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

Ἀστοιβεˬὰ 1, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Φρ. Λουφάζετε σὰν τσοὶ τρουλλίτες ᾿ς τὴν ἀστοιβίδα Κρήτ. || Αἴνιγμ. ᾽Αστοιφίδα μαλλιˬαρή | πίνει νερό, δὲν κατουρεῖ (ἡ ὄρνις) Κάτω Παναγ. || ᾌσμ. Νὰ τρώς τοῦ σκοίνου τὸν καρπὸ | καί τσ᾿ ἀστοιβίδας τὸν ἀθὸ Βιάνν. Κρῖμα ᾿ς τὸν ἄσπρο σου λαιμὸ νὰ παι’ζ' ἀdιφεgίδες κ’ ἐγὼ νὰ ξημερώνωμαι ἀπάνω ᾿ς τσ᾿ ἀστοιβίδες Κρήτ. Ἄν κάμ’ ὁ μέρμηγκας ἀβγὸ κ’ ἡ πέρδικα γεράκι κ᾿ ἡ ἀστοιφίδα γιασεμί, τότε θά ᾿ρτῇ ὁ Τσολάκης Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/