ἀποκοσκινίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκοσκινίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκοσκινίζω σύνηθ. ἀπουκου'νίζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀποκοσκινάω Λεξ. Δημητρ. ᾽πουκουσ’νάου Εὔβ. (Στρόπον.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κοσκινίζω.
Σημασιολογία
1) Τελειώνω τὸ κοσκίνισμα σύνηθ.: Ἀποκοσκίνισε τ᾿ ἀλεύρι - τὸ σιτάρι κττ. 2) Μεταφ. λεπτομερῶς ἐξετάζω Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA