ἀποκοσμίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκοσμίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκοσμίζω Πόντ. (Κερασ. Σάντ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κόσμος.
Σημασιολογία
Ἀποφεύγω τὴν μετ’ ἄλλων ἀναστροφὴν ἕνεκα μελαγχολίας ἢ λύπης, γίνομαι ἀπόκοσμος, ἀκοινώνητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA