ἀπόκοσμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόκοσμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόκοσμος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μάν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κόσμος.
Σημασιολογία
1) Ὑπερφυής, ἀσύλληπτος, θεσπέσιος λόγ. σύνηθ.: Μιˬὰ ἀπόκοσμη ὀμορφιˬὰ ΔΚαμπούρογλ. Νεράιδ. Κάστρ. 57. Ὁ οὐρανὸς πῆρε ἕνα ἀπόκοσμο ἀνοιχτοπράσινο φῶς ΙΔραγούμ. Σταμάτ 84. || Ποιήμ. ... γλυκέ μου ἀποσπερίτη, | ... στολίδι ἀπόκοσμο τοῦ ὡραίου τριανταφυλλένιˬου δειλινοῦ ΣΔάφν. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 72 Φύσα, ἀγεράκι ἀπόκοσμο, ποῦ σὲ πολυπροσμένω, αὐγὴν αὐγὴ παντρεύομαι, αὐγὴν αὐγὴ πεθαίνω ΠΝιρβάν. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 275 β) Μέγας ΧΧρηστοβασ. Διηγ. στάνης 14: Γίνεται ἕνα τρομερὸ ἀπόκοσμο κλάμα. γ) Μυστηριώδης Ἀθῆν.: Ἀπόκοσμη φωνή. 2) Τὸ ἄρσεν. οὐσ., χώρα μακρινὴ Πελοπν. (Μάν.): Ἡ Ἀμερική εἶναι ἀπόκοσμος. 3) Τὸ οὐδ. οὐσ., φάντασμα, στοιχε͜ιὸ Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA