ἀποσκολωπιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκολωπιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσκολωπιˬάζω ἀμάρτ. ἀποσκουλουπιˬάζω Α.Κρήτ. ’ποσκουλουπιˬάζω Α.Κρήτ. ἀποσκουλουπιˬῶ Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σκλώπα.

Σημασιολογία

Κάθημαι συμμαζεμμένος, ὡς σκλώπα, μελαγχολῶ, δυσθυμῶ ἔνθ’ ἀν.: ᾽Εποσκουλούπιˬασε μιˬὰ gοπανεˬά, εἶdα τοῦ κάμετε ; (μιὰ gοπανεˬὰ₌ξαφνικά). ’Ποσκουλουπιˬασμένη σὲ θωρῶ, εἶdα 'παθες ; ᾿Αποσκουλουπιˬασμένο θωρῶ τὸ κωπέλλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/